Κυριακή 10 Μαΐου 2009




αφιερωμένο στους τελειόφοιτους...


Μη χαλάς την καρδιά σου, καρδιά μου...
Αυτή η Τετάρτη ­ η Μαύρη Τετάρτη ­ Τετάρτη ήταν και πέρασε. Μια βλαμμένη Τετάρτη. Μίζερη, ανέραστη κι εκδικητική. Μια Τετάρτη που σε άγχωσε, που σε τρέλανε, που η καρδιά έφθασε στο στόμα και οι σφυγμοί σου χτύπησαν διακόσια. Μια συμπλεγματική Τετάρτη που έγινε σταρ, στα καλά καθούμενα, μόνο και μόνο γιατί κρατούσε στο τσεπάκι της τη ζωή σου. Το μέλλον σου. Τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ σου. Τις βάσεις και τις βαθμολογίες σου. Τα όνειρά σου. Που σε πείσανε ότι είναι δικά σου. Και σε δέσανε. Και σε κατευθύνανε... Μη μένεις δέσμιος της κατεύθυνσής σου, καρδιά μου... .

Δεν φταις εσύ. Δε φταις εσύ που το εκπαιδευτικό σύστημα αλλάζει Τρίτη - Πέμπτη - Σάββατο, που κάθε καινούριος υπουργός, μόλις μπει στο ρετιρέ της Παιδείας, τον πιάνει μανία να αλλάξει τη διακόσμηση. Πάρτε από ‘κεί τον καναπέ, φέρτε πίσω την εταζέρα, ξεκρεμάστε τον πίνακα, αλλάξτε το πορτατίφ, τις λάμπες, τα λαμπατέρ, αλλάξτε τους τα φώτα γενικώς.

Δεν φταις εσύ που η μάνα σου κι ο πατέρας σου επενδύσανε τη μάνα τους και τον πατέρα τους πάνω σου. Που εδώ ο κόσμος καίγεται ­ κι εκείνοι φαντασιώνονται μια μπρονζέ κορνίζα με το δίπλωμά σου πάνω από την κασέλα.

Πώς το πάθανε αυτό; Πότε το πάθανε αυτό και δεν το πήρανε χαμπάρι; Μια χαρά γενιά του Πολυτεχνείου υπήρξαν οι άνθρωποι. Με τα πανό τους, με τα πλακάτ τους, με τον Μαρκούζε τους, με τον Ρομέρ και τον Γκοντάρ τους, με τις προγαμιαίες τους.

Είδες, καρδιά μου, τι παθαίνει ο άνθρωπος μόλις πατάει τα σαράντα; Παθαίνει μία εξέλιξη. Μεταλλάσσεται ως Πόκεμον. Ό,τι κορόιδευε, τώρα το λούζεται. Ό,τι πολέμησε, τώρα το ασπάζεται. Δηλώνει αστός, φέρεται σαν μικροαστός και ψηφίζει Αριστερά. Άβυσσος η ψυχή του τεχνοκράτη. Μόλις μπει το Ηome Cinema από την πόρτα, βγαίνει ο Μαρξ από το παράθυρο.

Κι έτσι, για τα προσχήματα, έτσι για ένα άλλοθι στο προχόλ της μέσης ηλικίας ­ κάποιες μνήμες ανασύρονται ενίοτε. Κάποιες σπάνιες συναντήσεις με τους «παλιούς». Τους «συναγωνιστές» ­ μην πω καμιά βαριά κουβέντα σαββατιάτικα:
«Τι ωραία που ήταν όλα τότε, θυμάσαι βρε; Μας κυνηγούσαν οι μπάτσοι στη Στουρνάρη, τρέχαμε στις διαδηλώσεις... Τι νόστιμα, τι γραφικά ­ σαν ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη ένα πράμα. Θυμάσαι βρε; Αλήθεια, το ‘χεις ακόμα εκείνο το χακί αμπέχωνο; Αλήθεια, το ‘χεις ακόμα εκείνο το κατακόκκινο όραμα; Μπράβο βρε... ».

Κατάλαβες, καρδιά μου;
Αυτός ήταν ο μπαμπάς σου κάποτε. Αυτή ήταν η μάνα σου. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι ολόφωτα, σαν αστραπές στο σκότος και στο έρεβος. Μακριά μαλλιά, βλέμμα - αγκαλιά, σώμα χωρίς κυτταρίτιδα. Αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι που τώρα, με ρόμπα και τσόκαρο, σβήνουν το ένα τσιγάρο πίσω απ’ το άλλο. Και Τετάρτη πρωί, ακριβώς στις δέκα, κάθονται κολλημένοι στην οθόνη, να δουν αν μπήκες εσύ στο Πανεπιστήμιο.

Πώς να μπεις στο Πανεπιστήμιο, καρδιά μου; Πώς; Ποιος σώφρων άνθρωπος μπορεί να πιάσει βαθμολογία 19,7; Να στο δώσω και ολογράφως να το εντυπωθείς: Δεκαεννέα κόμμα επτά. Που σημαίνει ότι με 19,6 είσαι για φτύσιμο. Νούλα. Αποτυχημένος. Με 19,6 θα πουλάς εμφιαλωμένα νερά στα φανάρια. Έτσι κι αλλιώς, ως επιστήμων, δεν θα δεις προκοπή, καρδιά μου.

Δικηγόρο έχω. Παθολόγο έχω. Καρδιολόγο έχω. Ενδοκρινολόγο, οδοντίατρο, γυναικολόγο, χειρουργό, ορθοπεδικό έχω. (Ψυχίατρο δεν έχω, αλλά πού θα πάει...). Τους έχω όλους αυτούς σε όλες τις συσκευασίες. Και σε καθηγητή και σε υφηγητή και σε κάτι πιο λάιτ, άμα μου ‘ρχεται βαρύ στο στομάχι όλο αυτό το κρεμασμένο χαρτομάνι στο γραφείο του, όλη αυτή η διπλωματίλα, το ξένο Πανεπιστήμιο, το ντοκτορά και η διάκριση.

Υδραυλικό δεν έχω, καρδιά μου. Στον ηλεκτρολόγο κάνω τάματα να ‘ρθει να δει το ρελέ ασφαλείας που τα ‘χει φτύσει. Καυστηρατζή δεν βρίσκω. Αυτοί λείπουν από τη ζωή μου. Αυτοί που έρχονται ­ αν έρθουν ­ κάθονται ένα τέταρτο, παίρνουν μια πενηντάρα και δεν σου δίνουν και απόδειξη. Και κάθε μισό λεπτό, βαράει το κινητό τους. Ουρές περιμένουν. Ουρές ατέλειωτες μέσα στην κατάνυξη. Τεχνικός μπήκε στο σπίτι μου ή ο Τίμιος Σταυρός;

Όχι, καρδιά μου, δεν σου λέω «γίνε υδραυλικός», επειδή δεν βρίσκω εγώ υδραυλικό. Δεν είναι τόσο ιδιοτελή τα κίνητρά μου.
Σου λέω, απλώς, γράψ’ την αυτή τη Μαύρη Τετάρτη. Γράψ’ την κανονικά. Μπορεί να μη με πιστεύεις τώρα, αλλά κάποτε θα τη θυμάσαι και θα ρίχνεις το γέλιο της αρκούδας. Μπορεί να μην το ξέρεις τώρα ­ τώρα που τα μάτια σου είναι υγρά ακόμα ­ αλλά η ζωή πάντα βρίσκει τρόπους να σου κλείνει το μάτι. Δεν είναι η Κηφισίας ο μόνος δρόμος για να φθάσεις Σύνταγμα. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι. Υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι. Κι αν δεν είσαι ακόμα σίγουρος ότι σώνει και καλά θέλεις να φθάσεις Σύνταγμα, ότι καλά και σώνει αυτός είναι ο προορισμός σου ­ δεν πειράζει. Δεν έγινε και τίποτα. Η διαδρομή μετράει, καρδιά μου... .

Πώς το ‘λεγε κι ο ποιητής
«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις…»

Κι όταν βρεις, όταν δεις το μέρος που θέλεις, μόνος σου θα το καταλάβεις. Θα παρκάρεις και θα βγεις. Θα κοιτάξεις γύρω σου. Θα έχεις φθάσει. Επιτέλους, ύστερα από χρόνια στα θρανία, ύστερα από γενικές παιδείες και κατευθύνσεις, βάσεις και Βασούλες, εσύ θα έχεις φθάσει. Εκεί που θέλεις. Εκεί που Εσύ θέλεις. Τελικά. Αρχικά. Καλή αρχή, καρδιά μου. Καλή ζωή.
Χρονογράφημα, της Έλενας Ακρίτα (ελαφρώς διασκευασμένο)